- φελιάζω
- φέλιασα, φελιάστηκα, φελιασμένος1. προσθέτω με ράψιμο κομμάτι υφάσματος στα άκρα φορέματος, ρελιάζω.2. (για φυτά), μπολιάζω, κεντρίζω, μεταμοσχεύω, κεντρώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.