φελιάζω

φελιάζω
φέλιασα, φελιάστηκα, φελιασμένος
1. προσθέτω με ράψιμο κομμάτι υφάσματος στα άκρα φορέματος, ρελιάζω.
2. (για φυτά), μπολιάζω, κεντρίζω, μεταμοσχεύω, κεντρώνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φελιάζω — και φηλιάζω Ν 1. ράβω τεμάχιο υφάσματος σε ένδυμα 2. (σχετικά με φυτά) μπολιάζω, εγκεντρίζω 3. (γενικά) συναρμόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. θηλιάζω «κάνω θηλειά, κουμπώνω, θηλυκώνω», με τροπή τού θσε φ (πρβλ. θηκάρι:… …   Dictionary of Greek

  • φέλιασμα — το, Ν [φελιάζω] 1. η ενέργεια τού φελιάζω, προσραφή ταινίας υφάσματος σε ένδυμα 2. πρόσθετη ταινία υφάσματος («θα σού ράψω φελιάσματα στο φόρεμα που κόντυνε») 3. μπόλιασμα, εγκεντρισμός …   Dictionary of Greek

  • φελιαστός — ή, ό, Ν [φελιάζω] αυτός που προστέθηκε κάπου με φέλιασμα («το ρέλι στο παντελόνι σου είναι φελιαστό»). επίρρ... φελιαστά Ν με φέλιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”